μέσ' — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσα , μέσης a wind between masc voc sg μέσα , μέσης a wind between masc nom sg (epic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσᾳ — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσος b fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσος b fem dat sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά … Deutsch Wikipedia
INTERAMNAE Urbes ac Regiones — Latinis dictae sunt, quae inter duos amnes sitae, Graecis Μεςςῆναι, et Μεσῆναι, item μέσαι τῶ ποταμῶν. Hinc Mesopotamiae nomen, quod inter Euphratem et Tigrim sita, et in ipsa illa alia Μεσήη. Quam divisus alveo Tibris amplectitur, memorata Plin … Hofmann J. Lexicon universale
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
μεσαίτατος — μεσαίτατος, άτη, ον (ΑM, Μ και μέσιος, ία, ον) υπερθ. τού μέσος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον το μέσο ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι βλ. μεσ[ο] ) + κατάλ. υπερθ. τατος (πρβλ. παλαίτατος)] … Dictionary of Greek